- Ισλανδία
- Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ισλανδίας
Έκταση: 103.000 τ. χλμ.
Πληθυσμός: 279.384 (2002)
Πρωτεύουσα: Pέικιαβικ (112.268 κάτ. το 2001)Νησιωτικό κράτος της βόρειας Ευρώπης. Βρέχεται από τον Βόρειο Ατλαντικό ωκεανό καθώς και από τη θάλασσα της Γροιλανδίας.Η Ι., πάλαι ποτέ αποικία της Δανίας, ανεξαρτητοποιήθηκε από αυτήν σε δύο φάσεις: το 1918 και το 1944. Η ονομασία της, που εμφανίστηκε επίσημα για πρώτη φορά τον 18ο αι., σημαίνει χώρα των πάγων. Τα σύνορά της είναι εντελώς καθορισμένα· συμπεριλαμβάνεται ανάμεσα στο γεωγραφικό πλάτος των 63° 24’ Β και στον Αρκτικό Πολικό Κύκλο (ακρωτήριο Ρίφστανγκι: 66° 32’ Β).Η Ι. είναι ενιαίο κράτος και χωρίζεται σε οκτώ περιφέρειες (σε παρένθεση η ισλανδική ονομασία και ο πληθυσμός τους το 2001): Αούστουρλαντ ή Ανατολική Ι. (Austurland, 11.798), Βέστουρλαντ ή Δυτική Ι. (Vesturland, 14.457), Βέστφιρντιρ ή Δυτική Χερσόνησος (Vestfirdir, 8.014), Νόρντουρλαντ Βέστρα ή Βορειοδυτική Ι. (Nordurland vestra, 9.310), Νόρντουρλαντ Έιστρα ή Βορειοανατολική Ι. (Nordurland eystra, 26.618), Σούντουρλαντ ή Νότια Ι. (Sudurland, 21.326), Σούντουρνες (Sudurnes, 16.727), περιοχή πρωτευούσης ή Ρέικιανες (Reykjanes, 178.000). Επίσης, είναι χωρισμένη σε 23 κομητείες (sysla) και 14 αυτόνομες πόλεις-δήμους (kaupstadhur). Τη διακυβέρνηση κάθε κομητείας έχει ένας κυβερνητικός εκπρόσωπος (syslumadur). Οι αστικοί δήμοι έχουν απόλυτη αυτονομία και διοικούνται από αιρετά συμβούλια.Επίσημη γλώσσα του κράτους είναι η ισλανδική, η πιο παλιά από τις σκανδιναβικές γλώσσες. Ο πληθυσμός είναι ένα ομοιογενές μείγμα απογόνων Νορβηγών και Κελτών.Το πολίτευμα της Ι. είναι δημοκρατία. Αυτό προέκυψε από το δημοψήφισμα της 17ης Ιουνίου 1944, με το οποίο καταργήθηκε σχεδόν ομόφωνα (70.275 ψήφοι έναντι 370) ο θεσμός που όριζε τον μονάρχη της Δανίας ως αρχηγό του ισλανδικού κράτους μετά την πρώτη φάση ανεξαρτητοποίησης, την 1η Δεκεμβρίου 1918, όταν στην αρμοδιότητα της Δανίας είχε παραμείνει μόνο η εξωτερική πολιτική της Ι. Το νέο σύνταγμα έχει εγκριθεί ομόφωνα.
Αρχηγός του κράτους είναι ο πρόεδρος της δημοκρατίας, που εκλέγεται από τον λαό κάθε τέσσερα χρόνια. Η εκτελεστική εξουσία ασκείται από την κυβέρνηση, που λογοδοτεί στο κοινοβούλιο στο όνομα του προέδρου· η νομοθετική εξουσία ασκείται από τον πρόεδρο και το κοινοβούλιο (Althing), το οποίο αποτελείται από 65 μέλη. Μέχρι το 1991 το κοινοβούλιο χωριζόταν σε δύο βουλές –την άνω και την κάτω– αλλά έκτοτε καταργήθηκε αυτή η διάκριση.Τα κόμματα του κοινοβουλίου είναι το Κόμμα της Ανεξαρτησίας (IP), το Κόμμα της Ενωμένης Αριστεράς (συνασπισμός κομμάτων), το Προοδευτικό Κόμμα (PP), το Αριστερό Κίνημα-Πράσινοι και το Φιλελεύθερο Κόμμα. Οι τελευταίες εκλογές έγιναν στην Ι. το 1996· η σημερινή κυβέρνηση ορίστηκε από τον πρόεδρο της δημοκρατίας το 2000 και εγκρίθηκε από το κοινοβούλιο, χωρίς τη μεσολάβηση βουλευτικών εκλογών, διότι ο πρόεδρος Ούλαφορ Ράγκναρ Γκρίμσον, ως μόνος υποψήφιος, απλώς ανανέωσε τη θητεία του. Πρωθυπουργός είναι ο Ντέιβιντ Όντσον (από το 2000).Η χώρα έχει πενταμελές ανώτατο δικαστήριο με πρόεδρο που ορίζεται από τα υπόλοιπα τέσσερα μέλη. Υπό την ευθύνη του λειτουργεί ένα σύστημα αστικών και αγροτικών δικαστών, οι οποίοι εκτελούν χρέη αρχηγών τοπικής αστυνομίας και φορολογικών εισπρακτόρων. Οι εφέσεις εκδικάζονται από το ανώτατο δικαστήριο. Όλοι οι δικαστές διορίζονται από τον πρόεδρο του ανωτάτου δικαστηρίου και απολύονται μόνο με δικαστική απόφαση.. Σχεδόν το 90% του πληθυσμού ασπάζεται την επίσημη θρησκεία του κράτους, η οποία είναι το ευαγγελικό-λουθηρανικό δόγμα με αρχηγό της Εκκλησίας τον επίσκοπο· ωστόσο, στη χώρα επικρατεί απόλυτη ανεξιθρησκία. Υπάρχουν επίσης προτεστάντες, καθολικοί και άθεοι.Η στοιχειώδης εκπαίδευση διαρκεί 10 χρόνια και είναι υποχρεωτική. Παρέχεται δωρεάν και αρχίζει από το 6ο έτος της ηλικίας. Υπάρχουν επιπλέον προαιρετικά σχολεία μέσης εκπαίδευσης και τεχνικές σχολές. Το μεγαλύτερο εκπαιδευτικό ίδρυμα της χώρας είναι το πανεπιστήμιο του Ρέικιαβικ, το οποίο ιδρύθηκε το 1911. Υπάρχει και δεύτερο πανεπιστήμιο, καθώς και διάφορα τεχνικά και αγροτικά ινστιτούτα. Στη χώρα είναι σχεδόν μηδενικός ο αναλφαβητισμός και το μορφωτικό επίπεδο των κατοίκων βρίσκεται σε υψηλά επίπεδα.Η Ι. δεν έχει στρατό αλλά μόνο περιπολίες πλοίων για την αποτροπή παράνομης αλιείας στα χωρικά της ύδατα. Παρότι δεν διαθέτει πολεμικό εξοπλισμό, είναι από τα ιδρυτικά μέλη του NATO και φιλοξενεί μεγάλες αμερικανικές βάσεις, λόγω της σημαντικότατης γεωγραφικής θέσης της για το στρατηγικό σύστημα της Ατλαντικής Συμμαχίας.Η Ι. έχει πλήρες σύστημα παροχών κοινωνικής ασφάλισης και περίθαλψης, που καλύπτει το σύνολο του πληθυσμού για περιπτώσεις ανεργίας, αναπηρίας, γηρατειών.Η Ι. αποτελείται από ένα εκτεταμένο επίπεδο βασαλτικών πετρωμάτων με οριζόντια κυρίως διάταξη. Οι βασαλτικοί σχηματισμοί διατάσσονται σε δύο καλά καθορισμένες επιφάνειες, που χωρίζονται μεταξύ τους από αμμώδη και αργιλώδη ιζήματα γλυκού νερού και από στρώματα λιγνίτη. Ο κατώτερος, που είναι και ο παλαιότερος, θεωρείται ότι σχηματίστηκε από διαβρωτικές διαδικασίες σύγχρονες με τη συρρίκνωση του τριτογενούς. Ο ανώτερος, που ισοπεδώθηκε εξαιτίας της δράσης της θάλασσας και των ατμοσφαιρικών παραγόντων, θεωρείται ότι έχει σχέση με φαινόμενα ηφαιστειακής και παγετωνικής δράσης τα οποία άρχισαν στα τέλη του πλειόκαινου και συνεχίστηκαν στο τεταρτογενές.
Στη συνδυασμένη δράση των παγετώνων και των ηφαιστείων οφείλονται, κατά συνέπεια, τα βραχώδη στρώματα της επιφανειακής σειράς, όπου τα βασαλτικά επίπεδα παρεμβάλλονται σε μορένες και ποταμοπαγετωνικές εναποθέσεις, ανάμεικτες με στάχτες, σκωρία, χαλίκια και ηφαιστειακούς τόφους. Κατά την τελευταία περίοδο του τριτογενούς, μεγάλες μετατοπίσεις οι οποίες, ανάμεσα στα άλλα, φαίνεται ότι δημιούργησαν τους κόλπους Μπρεϊντάφγερντουρ και Φοξαφλάι, καθώς και την ιδιόμορφη Βορειοδυτική Χερσόνησο, προκάλεσαν ευθύγραμμα ρήγματα, με διεύθυνση από ΒΑ προς ΝΔ, και συνετέλεσαν στην αναζωπύρωση της ηφαιστειακής δράσης. Σχηματίστηκαν έτσι τα πολυάριθμα ηφαίστεια τα οποία θεωρούνται ενεργά έως σήμερα και προκάλεσαν διάφορες εκδηλώσεις μακράς διάρκειας, είτε σύγχρονες είτε μεταγενέστερες της εποχής των παγετώνων.Η Ι. υψώνεται πάνω από μια εκτεταμένη υποβρύχια υφαλοκρηπίδα, λείψανο μιας παλαιότατης φυσικής γέφυρας που φαίνεται ότι ένωνε τα βρετανικά νησιά με τη Γροιλανδία, η οποία, σε όλο το τόξο του τριτογενούς, υπέστη βαθιές ηφαιστειακές διαταραχές, συνοδευόμενες από ισχυρούς σεισμούς στους οποίους οφείλονται οι μεγάλοι βασαλτικοί σχηματισμοί που αποτελούν τον σκελετό του νησιού, ο οποίος τροποποιήθηκε στη συνέχεια από τη δράση των παγετώνων και από εξωγενείς παράγοντες. Τα αποτελέσματα της ηφαιστειακής δράσης, μαζί με τους παγετώνες, αποτυπώνονται ανάγλυφα στη μορφολογία της Ι., ενίοτε με μεγαλειώδεις εκδηλώσεις, όπως η δημιουργία του ηφαιστειογενούς νησιού Σούρτσεϊ, το οποίο εμφανίστηκε στις 14 Νοεμβρίου 1963 στα ανοιχτά των νοτιοδυτικών ακτών του νησιού.
Οι ακτές είναι γενικά απόκρημνες, πολυσχιδείς και βραχώδεις. Μόνο στο νότιο τμήμα του νησιού συναντώνται ακτές σχετικά ομαλές και αμμώδεις, λιμνοθάλασσες και ακρογιαλιές.
Τα ανάγλυφα που έχουν διεύθυνση από τα Δ προς τα Α χωρίζουν την Ι. σε δύο τμήματα, που διακρίνονται για την ποικιλία των τοπίων και των κλιματικών συνθηκών. Στα Β και ιδιαίτερα στα ΒΔ, το έδαφος, στο οποίο δεσπόζουν οι σκουρόχρωμοι βασάλτες, παρουσιάζει επίπεδες μορφές, βαθιά χαραγμένες από ευρείες και βαθιές (2-5 χλμ.) κοιλάδες, τροποποιημένες από τους αρχαίους παγετώνες· τα τοιχώματά τους είναι σχετικά απόκρημνα και καλύπτονται από ποώδη βλάστηση, η οποία χρησιμεύει ως τροφή στα αιγοπρόβατα και στα βοοειδή. Οι βαθιές αυτές εντομές εξελίσσονται σε παράκτια φιόρδ, ψηλούς και βραχώδεις μυχούς, όπου παρεμβάλλονται χερσόνησοι διαφόρων μορφών.
Αρκετά διαφορετικό είναι το τοπίο των νότιων και ιδιαίτερα των νοτιοδυτικών περιοχών. Τα τοφώδη πετρώματα, πιο ανοιχτόχρωμα από τους βασάλτες, σχηματίζουν ποικίλες μορφές, μερικές φορές τραχιές, με βουνά με επίπεδες κορυφές και εκτεταμένες πεδιάδες προσχωσιγενούς προέλευσης. Τα γυμνά ανάγλυφα, καλυμμένα με χιόνια και παγετώνες, κατεβαίνουν με αναβαθμίδες προς τις κατώτερες ζώνες, τις οποίες διαρρέουν αργά και ακανόνιστα οι ρηχοί ποταμοί. Οι ακτές, που ορίζουν χαμηλές και αμμώδεις πεδιάδες, είναι επίπεδες, ομοιόμορφες και γεμάτες λιμνοθάλασσες.
Τα ηφαίστεια. Τα ισλανδικά ηφαίστεια ξεχωρίζουν για την έκτασή τους και κυρίως για την ποικιλία τους. Τυπικά είναι τα ηφαίστεια που διατάσσονται κατά μήκος των γραμμών των ρηγμάτων, στη χερσόνησο Pέικιανες, ΝΔ του παγετώνα Bατνάγεκουλ και Β της λίμνης Mίβατν. Συχνά είναι επίσης τα ηφαίστεια με χαμηλή αψίδα λόγω της συσσώρευσης πολύ υγρής λάβας, τα οποία ονομάζονται dyngja: τα κυριότερα υψώνονται από το Οντανταχράουν, το εκτεταμένο πεδίο λάβας (3.550 τ. χλμ.) που έχουν δημιουργήσει. Αντίθετα, αρκετά σπάνια είναι τα στρωματοποιημένα ηφαίστεια, τα οποία αποτελούνται από λάβα και τοφώδη υλικά, όπως το Άσκια, το οποίο βρίσκεται στην ηφαιστειακή περιοχή του Nτίνγκιουφγελ και είναι γνωστό για την έκρηξη του 1875. Αλλά το ηφαίστειο που έχει μελετηθεί περισσότερο, κυρίως επειδή είναι κοντά στις κατοικημένες νοτιοδυτικές πεδιάδες, και είναι γνωστό για τη δράση του, είναι το Xέκλα (1.491 μ.), το οποίο αποτελείται από μια σειρά κρατήρων, που εξωτερικά φαίνονται σαν ένας ηφαιστειακός κώνος λάβας και τόφου.
Ωστόσο, η πιο γνήσια έκφραση των ηφαιστειακών φαινομένων στην Ι. είναι οι διάφοροι ενεργοί κρατήρες, που καλύπτονται από παγετωνικούς θόλους, οι οποίοι συχνά ευθύνονται για καταστροφικές πλημμύρες, επειδή οι εκρήξεις προκαλούν τη γρήγορη τήξη των πάγων. Το Kάτλα (1.450 μ.), που καλύπτεται από το Mιρντάλσγεκουλ, και το Γκρίμσβετν (1.725 μ.), που καλύπτεται από το Bατνάγεκουλ, αναφέρονται για τις σοβαρότατες καταστροφές που προκάλεσαν ακόμη και σε πρόσφατες εποχές. Συνηθισμένες είναι επίσης οι δευτερεύουσες ηφαιστειακές εκδηλώσεις, όπως τα γκέιζερ, πηγές που εκτοξεύουν ζεστό νερό και οι οποίες αξιοποιούνται ευρηματικά από τον άνθρωπο, τα αέρια των ηφαιστείων, οι εκρήξεις λάσπης, οι θειώδεις αναθυμιάσεις και οι ιαματικές πηγές.
Οι παγετώνες. Η Ι. είναι επίσης γνωστή για τους παγετώνες της, οι οποίοι είναι οι μεγαλύτεροι στην Eυρώπη και καταλαμβάνουν μια περιοχή 13.000 τ. χλμ., κατανεμημένοι κυρίως στο κέντρο (Xόφσγεκουλ, Λάνγκγεκουλ), σύμφωνα με μια ευθυγράμμιση από Α προς τα Δ. Η κατανομή τους συνδέεται με το όριο των αιώνιων χιονιών, που φτάνει τα 400 μ. στα Β, ανέρχεται στα 1.400-1.600 μ. στην κεντρική ζώνη και κατεβαίνει περίπου στα 1.000 μ. στη νότια· υπάρχουν επίσης διακυμάνσεις που εξαρτώνται από την ποσότητα των κατακρημνισμάτων. Oι ισλανδικοί παγετώνες έχουν την όψη τεράστιων θόλων· ο πιο εκτεταμένος είναι ο Bατνάγεκουλ, στα ΝΑ του νησιού, μήκους 135 χλμ. και πλάτους 100 χλμ., σε μια περιοχή 8.500 τ. χλμ., από την οποία ξεκινούν πλατιές γλώσσες πάγου που κατεβαίνουν σχεδόν έως τη θάλασσα, δημιουργώντας πολυάριθμους παγετωνικούς ποταμούς.
Ως αποτέλεσμα της τροποποίησης που υπέστη λόγω των ηφαιστείων και των παγετώνων, το νησί αποτελείται από μια σειρά υψιπέδων τα οποία υψώνονται κλιμακωτά προς το εσωτερικό έως τα 800 μ.· από αυτά υψώνονται ηφαιστειακοί ορεινοί όγκοι και παγοσκεπείς θόλοι, που πολύ συχνά ξεπερνούν τα 1.500 μ. Tα μεγαλύτερα ύψη συναντώνται στην κεντρική ζώνη, λόγω της μεγαλύτερης συσσώρευσης ηφαιστειακών και παγετωνικών υλικών. Oι ψηλότερες κορυφές είναι η Εϊρικσγέκουλ (1.675 μ.), η Xόφσγεκουλ (1.765 μ.), η Bατνάγεκουλ (2.000 μ. στο Mπαρνταρμπούνγκα) και το συγκρότημα Ερεφαγέκουλ, κοντά στη νοτιοανατολική ακτή, όπου βρίσκεται η πιο ψηλή κορυφή της Iσλανδίας, η Xβανανταλσνούκουρ (2.119 μ.).
Aντίθετα, οι χαμηλές γαίες καταλαμβάνουν μονάχα το ένα δέκατο πέμπτο της συνολικής επιφάνειας, αναπτυσσόμενες γύρω από το Φαξαφλάι στα ΝΔ, με τις προσχωσιγενείς πεδιάδες που σχηματίζονται από τους ποταμούς Xβίτα και Θγιόρσα, και με τις αμμώδεις και χαλικώδεις πεδιάδες στα όρια της νοτιοανατολικής ακτής, αποτελούμενες από τις ποταμοπαγετωνικές εναποθέσεις του Bατνάγεκουλ και του Mιρντάλσγεκουλ. Στα Β και στα Α οι πεδινές ζώνες αναπτύσσονται σε αντιστοιχία με τα μεγάλα φιόρδ.Η Ι. έχει ωκεάνιο κλίμα εύκρατου ψυχρού τύπου, με βροχοπτώσεις που περιορίζονται από τα Ν προς τα Β και με θερμοκρασίες που το καλοκαίρι δεν ξεπερνούν ως προς τις μέσες τιμές τους 11°-12°C και τον χειμώνα διατηρούνται σχετικά υψηλές για το γεωγραφικό πλάτος του νησιού (μέσες τιμές λίγο κατώτερες από 0°C). Το νησί υφίσταται και την πολική και την ατλαντική επίδραση, με αποτέλεσμα τη δημιουργία κλιματικών αντιθέσεων ανάμεσα στις βόρειες και βορειοδυτικές πλαγιές αφενός και στις νότιες και νοτιοδυτικές αφετέρου.
Ένας από τους παράγοντες που επηρεάζουν το κλίμα είναι η γειτνίαση με την κυκλωνική περιοχή η οποία εκτείνεται μόνιμα ανάμεσα στη Νέα Γη και στην Ι. και προσελκύει τόσο τους ψυχρούς βόρειους και βορειοανατολικούς ανέμους (γι’ αυτό οι βόρειες περιοχές έχουν πολικό κλίμα, με πιο ψυχρούς χειμώνες, σχεδόν ανύπαρκτα καλοκαίρια και αραιές βροχοπτώσεις: περίπου 400 χιλιοστά ετησίως) όσο και τους χλιαρούς νότιους και νοτιοδυτικούς, που δημιουργούν, κυρίως στις νότιες και δυτικές περιοχές, ένα κλίμα τυπικά παραθαλάσσιο, με σχετικά ήπιους χειμώνες, συχνές βροχές (μέσες ετήσιες τιμές 800-1.200 χιλιοστά) και άφθονη ομίχλη. Στην ενίσχυση της αντίθεσης ανάμεσα στη βόρεια ζώνη και στη δυτική και νότια συντελεί επίσης η επίδραση μερικών βραχιόνων οι οποίοι αποκλίνουν από το Ρεύμα του Κόλπου. Στην πορεία τους αγγίζουν τις νότιες, τις δυτικές και τις ανατολικές ακτές μετριάζοντας τη θερμοκρασία κατά μήκος τους, ενώ στα ανοιχτά, καθώς συναντιούνται με πιο ψυχρά νερά, προκαλούν τον σχηματισμό εκτεταμένων και μακράς διάρκειας μαζών ομίχλης.
Στο εσωτερικό του νησιού, το οποίο υφίσταται λιγότερο τις επιδράσεις που αναφέρθηκαν παραπάνω, το κλίμα παρουσιάζει έντονες θερμικές διακυμάνσεις: χειμώνες πιο ψυχρούς και, κατά συνέπεια, σύντομα και σχετικά πιο θερμά καλοκαίρια.Στις βόρειες περιοχές, η βλάστηση, που δεν ευνοείται ούτε από το κλίμα ούτε από το έδαφος (το οποίο καλύπτεται κατά μεγάλο μέρος από σκληρή λάβα), είναι μάλλον φτωχή και αντιπροσωπεύεται από βρύα και λειχήνες. Υπάρχουν εκτεταμένες ερημικές περιοχές. Μόνο στις κοιλάδες, που προστατεύονται από τους ανέμους, η τούνδρα παραχωρεί τη θέση της σε μια ποώδη βλάστηση. Στα χαμηλά περιφερειακά εδάφη και στις κοιλάδες η βλάστηση αποτελείται από λιβάδια αγρωστωδών, διάσπαρτα με χαμηλούς θάμνους, ιτιές νάνους και μύρτιλα, κατάλληλα για κτηνοτροφία. Στις κοιλάδες και στις προφυλαγμένες πλαγιές υπάρχουν δασώδεις λόχμες, υπολείμματα πιο εκτεταμένων σχηματισμών, που έως τον 9ο και τον 10ο αι. ακόμη φαίνεται ότι κάλυπταν μεγάλο μέρος του νησιού, αλλά καταστράφηκαν από τη μη ορθολογική και εντατική εκμετάλλευση από τον άνθρωπο.Η κατεύθυνση των μεγαλύτερων αναγλύφων, που διασχίζουν το νησί από Δ στα Α, είναι καθοριστικός παράγοντας για το ισλανδικό υδρογραφικό δίκτυο, οι ποταμοί του οποίου ρέουν κυρίως από τα Β προς τα Α. Πηγάζουν από το εσωτερικό υψίπεδο και ρέουν σε σχετικά ρηχές κοίτες, γι’ αυτό και συχνά όγκοι πάγου μπορούν να τους κάνουν να αλλάξουν τον ρου τους, τροποποιώντας μάλλον γρήγορα το επιφανειακό δίκτυο. Εξάλλου, επειδή μερικές φορές ρέουν σε διαπερατά εδάφη, δημιουργούν υπόγεια ρεύματα, τα οποία, στη συνέχεια, αναδύονται ξαφνικά στην επιφάνεια.
Η κοίτη των ισλανδικών ποταμών, οι οποίοι τροφοδοτούνται από τις βροχές και από τα χιόνια, είναι συνήθως σταθερή. Μερικές φορές διευρύνεται είτε από ξαφνικές ανοιξιάτικες βροχές είτε από τις πλημμύρες που προκαλούνται από την τήξη των πάγων εξαιτίας των ηφαιστειακών εκρήξεων, οπότε υπάρχει κίνδυνος για τις γειτονικές περιοχές. Ο μεγαλύτερος ισλανδικός ποταμός είναι ο Θγιόρσα, ο οποίος, μαζί με τον παραπόταμό του Tούνγκναα, ξεπερνά σε μήκος τα 210 χλμ. και είναι επίσης ο πιο πλούσιος σε νερό (περίπου 415 κ.μ./δευτ.).
Χαρακτηριστικό στοιχείο των ισλανδικών ποταμών είναι οι πολυάριθμοι και επιβλητικοί καταρράκτες, οι οποίοι σχηματίζονται στις παρυφές του υψιπέδου. Αξίζει να αναφέρουμε τον Σκόγκαφος στον ομώνυμο ποταμό, τον Γκούλφος στον ποταμό Xβίτα και τον Xάιφος στον Θγιόρσα.
Πολυάριθμες είναι επίσης οι λίμνες, οι οποίες βρίσκονται συχνά σε κόγχες του εσωτερικού υψιπέδου και σε κοιλάδες που σχηματίστηκαν από απόφραξη εξαιτίας ηφαιστειακών υλικών ή εκτείνονται στον πυθμένα σβησμένων κρατήρων. Η πιο εκτεταμένη είναι η λίμνη Θίνγκβαλα, που βρίσκεται στο νοτιοδυτικό τμήμα της χώρας, με επιφάνεια 120 τ. χλμ. και βάθος 116 μ. Άλλες, λιγότερο σπουδαίες, είναι η Θόρις, στα δυτικά του Bατνάγεκουλ και η Mίβατν στο βορειοανατολικό τμήμα του νησιού. Αλλά η πιο βαθιά είναι η Έσκιουβατν (350 μ.), που σχηματίστηκε στον κρατήρα του Άσκια, σε υψόμετρο 1.033 μ., μετά την τελευταία μεγάλη έκρηξη, το 1875.Η Ι., χώρα απομονωμένη σε ιδιαίτερα επικίνδυνες θάλασσες, μακριά από την Ευρώπη και την Αμερική, έμεινε ακατοίκητη έως τον 9ο αι., οπότε αποβιβάστηκαν εκεί Ιρλανδοί μοναχοί οι οποίοι εγκαταστάθηκαν στο νησί μέχρι το 874, οπότε έφτασαν οι πρώτοι Νορβηγοί άποικοι. Πολύ σύντομα προστέθηκαν σε αυτό τον πρώτο πυρήνα και νέοι μετανάστες, όχι μόνο Νορβηγοί αλλά και Σκοτσέζοι και Ιρλανδοί. Έτσι υπολογίζεται ότι το 900 ο πληθυσμός έφτασε τους 25.000 κατ. Γύρω στο 930, όταν πια μειώθηκε η μετανάστευση, ο νέος λαός οργανώθηκε σε μια πρωτόγονη ολιγαρχία και τους επόμενους αιώνες το νησί έζησε σε μια σχετική ευημερία.Ο πληθυσμός της Ι. ελάχιστα αυξήθηκε κατά την περίοδο της δανέζικης κυριαρχίας (δηλαδή από τον 10ο αι. έως τις αρχές του 20ού αι.), η οποία λειτούργησε ανασταλτικά για την οικονομική και κοινωνική πρόοδο του νησιού. Μετά την ανεξαρτητοποίηση οι κάτοικοι επιδόθηκαν σε περισσότερες και πιο ανεπτυγμένες παραγωγικές δραστηριότητες, πράγμα που ήταν καθοριστικό και για την αύξηση του πληθυσμού. Πράγματι, ενώ μέχρι το τέλος του 19ου αι. η Ι. είχε μόλις 80.000 κατ., το 1930 έφτασε τους 109.000. Η δημογραφική αύξηση συνεχίστηκε με αρκετά υψηλούς ρυθμούς, σε σύγκριση με τα δεδομένα του δυτικού κόσμου. Ο μέσος όρος του συνόλου των γεννήσεων ανά έτος είναι 14,37 γεννήσεις ανά 1.000 κατοίκους, ενώ το ποσοστό θνησιμότητας συγκρατείται στους 6,93 θανάτους ανά 1.000 κατοίκους (εκτιμήσεις 2002). Η μετανάστευση έχει περιοριστεί στο ελάχιστο.
Σήμερα, όπως και στο παρελθόν, ο ισλανδικός πληθυσμός είναι κατανεμημένος κυρίως στις επίπεδες παραλιακές ζώνες και στις δυτικές περιοχές· αντίθετα, το εσωτερικό της χώρας είναι εντελώς ακατοίκητο, αν εξαιρεθούν μερικές κοιλάδες Β και Α της χώρας. Αυτή η ανομοιογενής κατανομή του πληθυσμού έχει άμεση σχέση με τις γεωμορφολογικές και τις κλιματικές συνθήκες. Οι πιο πυκνοκατοικημένες περιοχές, εκτός από τις παραλίες του κόλπου Φαξαφλάι, είναι αυτές που βρίσκονται γύρω από τα βόρεια φιόρδ και οι προσχωσιγενείς πεδιάδες στα ΝΔ. Η μέση πυκνότητα είναι περίπου 3 κάτ. ανά τ. χλμ. Ο αντίστοιχος μέσος όρος για τις κατοικημένες περιοχές είναι επίσης μικρός (περ. 5 κάτ. ανά τ. χλμ.), αφού μόνο η πρωτεύουσα συγκεντρώνει το 40% του ισλανδικού πληθυσμού.Οι πόλεις της Ι. (δηλαδή η πρωτεύουσά της και τα λιγοστά άλλα αστικά κέντρα) διαμορφώθηκαν ανάλογα με τις ιδιαίτερες συνθήκες του περιβάλλοντος. Με κατοικήσιμο μόλις το μισό της συνολικής της επιφάνειας και με κλιματικά χαρακτηριστικά των πολικών περιοχών, οι αστικές συγκεντρώσεις περιορίζονται μόνο στο πολεοδομικό συγκρότημα του Ρέικιαβικ, που είναι και το εμπορικό και διοικητικό κέντρο της χώρας. Το Ρέικιαβικ είναι επίσης το πολιτιστικό και κοινωνικό κέντρο της Ι. Οι υπόλοιπες πόλεις της χώρας, οι οποίες στην πραγματικότητα δεν είναι παρά κωμοπόλεις, διατηρούν τον χαρακτήρα τους ως αλιευτικά κέντρα ή ως σημεία ανεφοδιασμού. Κυριότερες πόλεις της χώρας είναι σήμερα (σε παρένθεση ο πληθυσμός το 2001): Ρέικιαβικ (112.268), Κοπαβόγκουρ (24.229) και Ακουρέιρι (15.632).Η Ι., παρά τη δυσμενή γεωγραφική της θέση, τις δυσχερείς συνθήκες διαβίωσης και την έλλειψη φυσικών πλουτοπαραγωγικών πηγών, κατόρθωσε να εξασφαλίσει στους κατοίκους της ένα αρκετά υψηλό επίπεδο ζωής. Η αλιεία είναι ιδιαίτερα σημαντική οικονομική δραστηριότητα, ενώ είναι πολύ αξιόλογες είναι και οι πηγές υδροηλεκτρικής και γεωθερμικής ενέργειας. Η οικονομία αναπτύχθηκε όταν η χώρα βγήκε από την απομόνωσή της, χάρη στην πρόοδο των εναέριων και θαλάσσιων μέσων συγκοινωνίας. Είναι ωστόσο πολύ εύθραυστη, γιατί βασίζεται αποκλειστικά στην αλιεία και στις συναφείς δραστηριότητες, οι οποίες εξαρτώνται σε μεγάλο μέρος από παράγοντες που δεν μπορούν να ελεγχθούν, είτε φυσικούς (βιολογικές και μετεωρολογικές συνθήκες) είτε οικονομικούς (η πορεία των τιμών και της ζήτησης). Για να αντιμετωπιστούν δραστικά τα αποτελέσματα από την κατά καιρούς υποτίμηση της κορόνας, γίνεται προσπάθεια να στραφεί η παραγωγή στις πραγματικές πηγές της χώρας και κυρίως να ενισχυθεί ικανοποιητικά ο τομές της αλιείας, ο οποίος συμβάλλει στην εξισορρόπηση του ισοζυγίου πληρωμών, καθώς τα προϊόντα του αποτελούν το 70% των εξαγωγών. Το ΑΕΠ έφτασε τα 6.850 εκατ. δολάρια ΗΠΑ το 2000, ενώ το κατά κεφαλήν εισόδημα τα 24.800 δολάρια. Ο πληθωρισμός ήταν 3,5% το 2000, ενώ η ανεργία περιορίζεται στο 1% (2001).Με τη γεωργία, που αφορά ένα μικρό μέρος της γης (μόνο το 0,01% του εδάφους είναι καλλιεργήσιμο), απασχολείται το 5,1% του πληθυσμού. Οι πιο αποδοτικές γεωργικές εκτάσεις βρίσκονται κατά μήκος της νοτιοδυτικής ακτής και σε μερικές κοιλάδες που, χάρη στη θέση τους, προφυλάσσονται από τις κακοκαιρίες. Οι χαμηλές θερινές θερμοκρασίες, οι δυνατοί άνεμοι που εμποδίζουν την ανάπτυξη των φυτών και η άγονη γη είναι οι παράγοντες που συνετέλεσαν ώστε να εγκαταλειφθούν τα δημητριακά και να αναπτυχθεί η καλλιέργεια της πατάτας και των τεύτλων. Όπου όμως είναι δυνατή η εκμετάλλευση του νερού των θερμών πηγών καλλιεργούνται προϊόντα θερμοκηπίου, μεταξύ των οποίων την πρώτη θέση κατέχουν οι ντομάτες, τα σταφύλια, τα λουλούδια και οι μπανάνες.Τα λιβάδια και οι βοσκότοποι, που καταλαμβάνουν το 22% του εδάφους, τρέφουν ένα μεγάλο αριθμό ζώων. Τα πρόβατα υπερισχύουν σε αριθμό μεταξύ των εκτρεφόμενων ζώων, επειδή τα περισσότερα βοσκοτόπια είναι φτωχά. Σε πιο γόνιμες περιοχές εκτρέφονται βόδια και άλογα, από τα οποία τα ονομαστά ισλανδικά πόνι είναι πολύ χρήσιμα για τις μετακινήσεις στο εσωτερικό της χώρας. Κατά τις τελευταίες δεκαετίες σημειώθηκε μεγάλη ανάπτυξη στην εκτροφή ζώων για το δέρμα τους, κυρίως του βιζόν και της αλεπούς.
Η αλιεία είναι η πιο σημαντική ασχολία των κατοίκων και καλύπτει το μεγαλύτερο μέρος των εξαγωγών, ενώ μαζί με την επεξεργασία των αλιευμάτων απασχολεί το 11,8% του ενεργού πληθυσμού. Η συνάντηση των πολικών ρευμάτων με το θερμό Ρεύμα του Κόλπου δημιουργεί κατάλληλες συνθήκες για το πλαγκτόν και επομένως για την ύπαρξη ψαριών, ιδιαίτερα εκείνων που ζουν στα βαθιά νερά. Τη δεκαετία του 1970-80 άρχισε να παρατηρείται μια συνεχής επιδείνωση της ποιότητας και της ποσότητας των αλιευμάτων. Τα ψάρια είναι όλο και πιο νέα, όλο και πιο μικρά και τα ύφαλα όλο και λιγότερο πρόσφορα. Η κυβέρνηση αναγκάστηκε να επεκτείνει τα όρια των χωρικών υδάτων κατά 50 μίλια, ενέργεια η οποία προκάλεσε την αντίδραση γειτονικών χωρών με συμφέροντα από την αλιεία, και ιδιαίτερα της Μεγάλης Βρετανίας, με την οποία άρχισε ο λεγόμενος πόλεμος του βακαλάου. Η συμφωνία που ακολούθησε περιόρισε τα δικαιώματα των βρετανικών αλιευτικών.Η νορβηγική και η δανέζικη κυριαρχία. Την εγκατάσταση μερικών Ιρλανδών μοναχών (9ος αι.) στο μέχρι τότε ακατοίκητο νησί ακολούθησε ο εποικισμός της Ι. από μια ομάδα Νορβηγών (874), οι οποίοι ήθελαν να απαλλαγούν από την τυραννία του βασιλιά Αρόλδου. Τον 10ο αι. σχηματίστηκε η ελεύθερη Ισλανδική Δημοκρατία, που χωριζόταν σε τέσσερα καντόνια, με ανώτατο όργανο τη συνέλευση του Θίνγκβελιρ, και αποικίστηκε η Γροιλανδία. Σύμφωνα με την παράδοση, στις αρχές του 11ου αι. ο Ισλανδός Λεφ Έρικσον έφτασε στη Βόρεια Αμερική, την οποία αποκάλεσε Βίνλαντ (Vinland).
Η διάδοση του χριστιανισμού, ο οποίος υιοθετήθηκε επίσημα το 1000, επέφερε βαθιές αλλαγές στη μέχρι τότε ειδωλολατρική κοινωνία. Το 1262 ο βασιλιάς της Νορβηγίας Xάκων Δ’ υποδούλωσε την Ι., επωφελούμενος από διαφωνίες ανάμεσα στις σημαντικές οικογένειες του νησιού. Το 1380 η Δανία επέβαλε την κυριαρχία της τόσο στην Ι. όσο και στη Νορβηγία. Η λουθηρανική πίστη επιβλήθηκε με τη βία (1540) παρά την αντίσταση, η οποία τερματίστηκε με την εκτέλεση του καθολικού επισκόπου.
Ο βασιλιάς Χριστιανός Δ’ επέβαλε (1602) το εμπορικό μονοπώλιο: μόνο εξουσιοδοτημένοι Δανοί έμποροι μπορούσαν να εμπορεύονται με τους Ισλανδούς. Αυτό το καθεστώς επέζησε περίπου δύο αιώνες, αλλά έφερε την παρακμή και τη φτώχεια στη χώρα. Το 1787 επετράπη το εμπόριο με οποιονδήποτε Δανό, ενώ το 1854 με οποιοδήποτε άλλο έθνος.
Το 1809 οι Ισλανδοί επιχείρησαν μάταια να αποκτήσουν την ανεξαρτησία τους υπό την καθοδήγηση ενός Δανού τυχοδιώκτη, του Γέργκεν Γέργκενσεν, ο οποίος ανακηρύχθηκε βασιλιάς της Ι., αλλά έμεινε στον θρόνο πολύ μικρό χρονικό διάστημα. Μόλις το 1904 παραχωρήθηκε στην Ι. το δικαίωμα διοικητικής αυτονομίας, ενώ το 1918 έγινε ανεξάρτητο κράτος υπό το δανέζικο στέμμα, χωρίς όμως το δικαίωμα να ασκεί ανεξάρτητη εξωτερική πολιτική.
Η περίοδος της ανεξαρτησίας. Η Ι. έγινε πλήρως ανεξάρτητη στις 17 Ιουνίου 1944, όταν η συνθήκη που την ένωνε με τη Δανία έπαψε να ισχύει. Ως πολίτευμα ορίστηκε η δημοκρατία, μετά από δημοψήφισμα. Από το 1959 έως το 1971 η Ι. κυβερνήθηκε από έναν συνασπισμό του Κόμματος της Ανεξαρτησίας και του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος. Μετά τις γενικές εκλογές του 1971, ο Όλαφουρ Γιόχανσον, ηγέτης του Προοδευτικού Κόμματος, σχημάτισε κυβέρνηση συνασπισμού με τη Λαϊκή Συμμαχία και την Ένωση Φιλελευθέρων και Aριστερών. Στις εκλογές του 1974 τα κόμματα της Δεξιάς αύξησαν τη δύναμή τους και σχηματίστηκε κυβέρνηση συνασπισμού του Κόμματος της Ανεξαρτησίας και του Προοδευτικού Κόμματος.
Τα οικονομικά προβλήματα οδήγησαν σε παραίτηση της κυβέρνησης το 1978 και η διαμάχη για την αποχώρηση της Ι. από το ΝΑΤΟ οδήγησε σε παρατεταμένες διαβουλεύσεις, έως ότου ο Γιόχανσον σχημάτισε κυβέρνηση συνασπισμού του Προοδευτικού Κόμματος με τη Λαϊκή Συμμαχία και τους Σοσιαλδημοκράτες. Αλλά και αυτή η κυβέρνηση παραιτήθηκε έναν χρόνο αργότερα και τον Φεβρουάριο του 1980 νέα κυβέρνηση συνασπισμού σχηματίστηκε από το Κόμμα της Ανεξαρτησίας, τη Λαϊκή Συμμαχία και το Προοδευτικό Κόμμα.
Τον Ιούνιο του 1980 η Bιγκντίς Φινμπογκαντότιρ, με την υποστήριξη των κομμάτων της Αριστεράς (λόγω της αντίθεσής της στην αμερικανική βάση του Kεφλαβίκ), νίκησε στις προεδρικές εκλογές και έγινε η πρώτη γυναίκα αρχηγός κράτους που εξελέγη με λαϊκή ψήφο. Στις εκλογές του 1983 το Κόμμα της Ανεξαρτησίας ήρθε πρώτο, αλλά δύο νέα κόμματα, η Σοσιαλδημοκρατική Συμμαχία και η Συμμαχία των Γυναικών, απέσπασαν το 13% των ψήφων. Σχηματίστηκε κεντροδεξιά κυβέρνηση με αυστηρό οικονομικό πρόγραμμα, το οποίο οδήγησε σε λαϊκές αντιδράσεις, αλλά η κυβέρνηση κατάφερε να εξασφαλίσει τη συμφωνία της Εργατικής Συνομοσπονδίας για να περιοριστούν οι αυξήσεις των μισθών.
Στις εκλογές του 1987 τα κόμματα του κυβερνητικού συνασπισμού είδαν τη δύναμή τους να μειώνεται και η επόμενη κυβέρνηση σχηματίστηκε από το Κόμμα της Ανεξαρτησίας, το Προοδευτικό Κόμμα και τους Σοσιαλδημοκράτες. Το 1988 η πρόεδρος, η οποία είχε εκλεγεί για δεύτερη φορά το 1984, εξελέγη για τρίτη φορά με το 90% των ψήφων. Τον Αύγουστο του 1992 η Bιγκντίς Φινμπογκαντότιρ εξελέγη για τέταρτη φορά χωρίς αντίπαλο.
Το 1988 το Σοσιαλδημοκρατικό και το Προοδευτικό Κόμμα αποχώρησαν από την κυβέρνηση και ο ηγέτης του Προοδευτικού Κόμματος έγινε πρωθυπουργός ενός άλλου συνασπισμού της κεντροαριστεράς. Ύστερα από ανακατατάξεις στα κόμματα, κατά την περίοδο αυτή, σχηματίστηκε νέα κυβέρνηση συνασπισμού πέντε κομμάτων με επικεφαλής τον Σταϊνγκρίμουρ Xέρμανσον (1989), με πρόγραμμα τη μείωση του πληθωρισμού, την τόνωση της οικονομίας και τη δέσμευση να διατηρήσει την Ι. χωρίς πυρηνικά όπλα.
Το 1991 το Κόμμα της Ανεξαρτησίας αναδείχθηκε πρώτο στις εκλογές με το 38,6% των ψήφων, οι Σοσιαλδημοκράτες αποχώρησαν από τον πολυκομματικό συνασπισμό και η νέα κυβέρνηση συνασπισμού σχηματίστηκε από το Κόμμα της Ανεξαρτησίας και τους Σοσιαλδημοκράτες, με πρωθυπουργό τον Nτέιβιντ Όντσον και με οικονομικό πρόγραμμα τη φιλελευθεροποίηση και την ενίσχυση των δεσμών με τις ΗΠΑ και την Ευρώπη. Στις γενικές εκλογές του Απριλίου 1995 το Κόμμα της Ανεξαρτησίας ήρθε πρώτο και σχημάτισε κυβέρνηση συνασπισμού με το Προοδευτικό Κόμμα, με επικεφαλής πάλι τον Nτέιβιντ Όντσον.
Τον Ιούνιο του 1996 στις προεδρικές εκλογές νικητής αναδείχθηκε ο Όλαφουρ Γκρίμσον, κερδίζοντας το 42% των ψήφων με αντίπαλο τον υποψήφιο της Δεξιάς, ανώτατο δικαστή Πέτουρ Xάφσταϊν, ο οποίος συγκέντρωσε το 29% των ψήφων και τρίτη τη βουλευτίνα Γκούντρουν Aγκναρσντότιρ του Κόμματος των Γυναικών, η οποία συγκέντρωσε το 27% των ψήφων. Ο Γκρίμσον υπήρξε βουλευτής επί δέκα χρόνια, υπουργός Οικονομικών επί τρία χρόνια και πρόεδρος της αριστερής Λαϊκής Συμμαχίας επί οκτώ χρόνια.
Αμέσως μετά την εκλογή του ο Γκρίμσον, ευρύτερα γνωστός ως μέλος πολλών διεθνών επιτροπών, αλλά κυρίως ως μέλος της διεθνούς οργάνωσης Κοινοβουλευτικοί και παγκόσμια δράση, δήλωσε ότι θα προσπαθούσε να προβάλει τη χώρα του διεθνώς και να αναδείξει τη μικρή αυτή δημοκρατική και μη βίαιη κοινωνία ως μεσολαβητή και κήρυκα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, της ειρήνης, του αφοπλισμού και της δημοκρατίας. Αυτό πράγματι επιτεύχθηκε χάρη στην πολιτιστική ανάδειξη της χώρας, με καλλιτέχνες όπως η ποπ τραγουδίστρια Μπγιορκ, που έγινε διεθνώς γνωστή χάρη στις συμμετοχές της σε ταινίες και την ιδιαίτερη φωνή της, αλλά και άλλους μουσικούς αυτής της μικρής χώρας (π.χ. Sigur Ros), στην οποία σχεδόν οι μισοί κάτοικοι ασχολούνται με τη μουσική.
Στις εκλογές του 1999 ο συνασπισμός του Κόμματος της Ανεξαρτησίας και του Προοδευτικού Κόμματος διατήρησε την πλειοψηφία με πρωθυπουργό και πάλι τον Ντέιβιντ Όντσον.
Η σημασία της αλιείας για την οικονομία της χώρας και οι φόβοι για υπερβολική εκμετάλλευση των υδάτων της από ξένους στόλους ώθησαν την κυβέρνηση της Ι. να επεκτείνει τα χωρικά της ύδατα σε δώδεκα ναυτικά μίλια το 1964 και σε πενήντα ναυτικά μίλια το 1972. Η αντίθεση της Μεγάλης Βρετανίας σε αυτές τις αποφάσεις οδήγησε στους δύο πολέμους του βακαλάου. Το 1975 η Ι. επέβαλε μονομερώς όριο αλιείας.
Όταν έληξε η συμφωνία της με τη Μεγάλη Βρετανία για τις αλιευτικές ζώνες, η αποτυχία των δύο χωρών να καταλήξουν σε νέα συμφωνία οδήγησε στον τρίτο και σοβαρότερο πόλεμο του βακαλάου. Κατά τη διάρκεια αυτού του πολέμου υπήρξαν και θύματα και τον Φεβρουάριο του 1976 η Ι. διέκοψε για ένα διάστημα τις διπλωματικές της σχέσεις με τη Μεγάλη Βρετανία. Αργότερα, οι δύο χώρες κατέληξαν σε συμφωνία και το 1979 η Ι. διακήρυξε τα αποκλειστικά της δικαιώματα σε μια αλιευτική ζώνη 200 μιλίων. Μια συμφωνία με τις χώρες της ΕΕ, μέσω της ΕΖΕΣ (Ευρωπαϊκή Ζώνη Ελεύθερων Συναλλαγών) στην οποία η Ισλανδία είναι μέλος, επέτρεψε την εισαγωγή των ισλανδικών αλιευμάτων στις αγορές της Ευρωπαϊκής Ένωσης χωρίς δασμούς.Η ισλανδική λογοτεχνία γεννήθηκε μέσα στο πλαίσιο της παράδοσης των Νορβηγών αποίκων, της επικής σάγκα. Οι νορβηγικοί μύθοι, σε μορφή ποιημάτων και τραγουδιών, διαδίδονταν προφορικά περίπου έως το 1150, μέχρι την εποχή δηλαδή που υιοθετήθηκε το λατινικό αλφάβητο. Δημιουργήθηκε έτσι ο πρώτος πυρήνας έργων επικολυρικού χαρακτήρα, μερικά από τα οποία έφτασαν έως εμάς με τη συλλογή Έδα (Edda), μέσα από την οποία αποκαλύπτεται με μαγευτική και φανταστική μορφή ο ειδωλολατρικός Μεσαίωνας. Ο δεύτερος πυρήνας της αρχαίας ισλανδικής ποίησης αποτελείται από τα ποιητικά έργα των Σκάλδων: οι Έγκιλ Σκαλαγκρίμσον (910-980), Kόρμακ Εγκμουντάρσον (937-997), Xάλφρεντ Όταρσον (967-1007) είναι τα πιο φημισμένα ονόματα μεταξύ των Σκάλδων ειδωλολατρών ποιητών, ενώ οι Mπγιάρνι Kλμπέινσον (1188-1222) και Στούρλα Θόρνταρσον (1214-1284) μεταξύ των χριστιανών.
Με την απώλεια της πολιτικής ανεξαρτησίας (τέλη 14ου αι.) επήλθε στη χώρα η παρακμή τόσο στον οικονομικό όσο και στον πολιτιστικό τομέα, ενώ ενισχύθηκε και καθιερώθηκε για πέντε αιώνες μετά (1350-1850) μια νέα μορφή επικής ποίησης εκφραζόμενη από τα ρίμουρ (ομοιοκατάληκτα τετράστιχα), που παρουσιάστηκαν ως δεσμός με το μεγαλειώδες λογοτεχνικό παρελθόν. Λίγα είναι τα εξέχοντα ονόματα: ο καθολικός επίσκοπος Γιον Άρασον (1484-1550), ο προτεστάντης Xάλγκριμουρ Πέτουρσον (1614-1674), συγγραφείς λυρικής ποίησης θρησκευτικού περιεχομένου, και κατά το δεύτερο μισό του 18ου αι., στην ακμή του Διαφωτισμού, ο νατουραλιστής ποιητής Έγκερτ Όλαφσον (1726-1768), ο Γιον Θόρλακσον (1744-1819), μεταφραστής του Πόουπ, του Mίλτον και του Kλόπστοκ, ο ιστοριογράφος Γιον Έσπολιν (1767-1836) και ο λεξικογράφος Σβέινμπγερν Έγκιλσον (1791-1852).
Με τον ρομαντισμό αναζωπυρώθηκε η αρχαία κληρονομιά των θρύλων και, στο πολιτικό πεδίο, ξεχώρισε ο Γιον Θόροντσον (1818-1868), ο οποίος θεωρείται πατέρας του ισλανδικού μυθιστορήματος. Αξιόλογοι διηγηματογράφοι υπήρξαν ο χωρικός Γκούντμουντουρ Φρίντγιονσον (1869-1944) και ο αυτοδίδακτος Γιον Tράουστι (1873-1918), που θεωρείται η πιο μεγάλη προσωπικότητα της Ι. των αρχών του 20ού αι. Στο μεταξύ, μερικοί συγγραφείς εγκατέλειψαν τη μητρική τους γλώσσα και άρχισαν να γράφουν στη δανέζικη για να αποκτήσουν ευρύτερη φήμη. Ένας από αυτούς είναι ο δραματουργός Γιόχαν Σιγκούργιονσον (1880-1919). Σε αυτή την κατηγορία ανήκουν και ο νεορομαντικός διηγηματογράφος και ποιητής Γιόνας Kούντλαουγκσον (1887-1916), ο δραματουργός και διηγηματογράφος Γκούντμουντουρ Γ. Kάμπαν (1888-1945), που έγινε γνωστός στην Ευρώπη με τα θεατρικά του έργα (Hadda-Padda, 1914· Πάλη μπροστά στον βασιλιά - Kongeglimen, 1915 κ.ά.), και ο μυθιστοριογράφος Γκούναρ Γκούναρσον, το έργο του οποίου είναι εμπνευσμένο από τα τοπία της πατρίδας του (Η εκκλησία πάνω στο βουνό - Kirken paa Bjerget, 1924-27), ενώ σε ρίκσμολ εκφράστηκε ο Kρίστμαν Γκούντμουντσον. Mετά το 1920 εμφανίστηκαν οι διηγηματογράφοι Θόρμπεργκουρ Θόρνταρσον και Γκούντμουντουρ Γκ. Xάγκαλιν, η ποιήτρια Xίλντα (1881-1946) και οι ποιητές Nτάβιντ Στέφανσον και Tόμας Γκούντμουντσον. Αλλά η πιο μεγάλη μορφή ανάμεσα στους σύγχρονους συγγραφείς θεωρείται ο Xάλντορ Kίλγιαν Λάνες (βραβείο Νόμπελ 1955). Ανήσυχη προσωπικότητα, καθολικός, κατόπιν μαχόμενος κομουνιστής, υπήρξε συγγραφέας μυθιστορημάτων, θρύλων, διηγημάτων, δραμάτων και στίχων.
Τέλος, από τους λυρικούς των τελευταίων γενιών αναφέρονται οι Στέιν Στέιναρ, Xάνες Σίγκφουσον, Σίγκφους Nτάντασον, Γιον Όσκαρ, Eλίας Mαρ και Xάνες Πέτουρσον, και από τους διηγηματογράφους οι Γιον Mπγέρνσον και Άγκναρ Θόρντανσον.Από την ειδωλολατρική περίοδο (875-1000) διασώθηκαν μόνο μεταλλικά αντικείμενα που βρέθηκαν στους τάφους των Βίκινγκ. Τα απομεινάρια μιας Δευτέρας Παρουσίας χαραγμένης σε ξύλο (περ. 1100· Εθνικό Μουσείο, Ρέικιαβικ), μαρτυρούν την επίδραση της βυζαντινής εικονογραφίας ακόμη και σε αυτές τις τόσο απομακρυσμένες περιοχές. Η Ι. δεν γνώρισε τη γνήσια αρχιτεκτονική των ευρωπαϊκών πόλεων του Μεσαίωνα ούτε τη συναφή με την αρχιτεκτονική γλυπτική σε πέτρα. Αντίθετα, πολύ διαδεδομένη ήταν η ξυλογλυπτική, η χρυσοχοΐα και η παραγωγή πολύχρωμων κεντητών υφασμάτων. Στις εκκλησίες φαίνεται ότι συνηθιζόταν το Άλμπουμ ισλανδικών σχεδίων, μια συλλογή από μορφές αγίων και σκηνές βιβλικού περιεχομένου. Μαρτυρίες μεσαιωνικής ισλανδικής ζωγραφικής προσφέρονται και από τις μικρογραφίες των κωδίκων, η πιο αρχαία από τις οποίες χρονολογείται από το 1200, ενώ οι ωραιότερες ανήκουν στον 14ο και στον 15ο αι. Κατά τον Μεσαίωνα η τέχνη γνώρισε μια περίοδο άνθησης, αλλά από την εποχή της Μεταρρύθμισης (1550) έως και τα μέσα του 19ου αι. πέρασε στην παρακμή. Μόνο η εφαρμοσμένη και η λαϊκή τέχνη (υφάσματα, φιλιγκράν, ξυλογλυπτική) επέζησαν. Η αφύπνιση της τέχνης, περίπου στα μέσα του 19ου αι., συνέπεσε με την αντίστοιχη εθνική αφύπνιση. Ο πρώτος Ισλανδός ζωγράφος ήταν ο Σ. Γκούντμουντσον (1832-1874), ιδρυτής του Εθνικού Μουσείου της χώρας. Στη συνέχεια οι τοπιογράφοι T.Mπ. Θόρλακσον (1867-1924) και A. Γιόνσον (1876-1958) προσχώρησαν στον ιμπρεσιονισμό, ενώ οι γλύπτες Σ. Kιάρβαλ και E. Γιόνσον (1874-1954) στον συμβολισμό. Ο Άσμουντουρ Σβέινσον, ο Σίγκουριον Όλαφσον και η Γκέρντουρ, σύμφωνα με τις απαιτήσεις της εποχής στη γλυπτική, δοκίμασαν νέες μορφές, ακολουθώντας πιστά το νέο παγκόσμιο πνεύμα. Από τους πιο σύγχρονους ζωγράφους αναφέρουμε τον Mπένεντικτ Γκούναρσον, τον Σβέριρ Xάραλντσον και τον Έρο (ψευδώνυμο του Γκ. Γκούντμουντσον). Όσον αφορά την αρχιτεκτονική, τα πιο ενδιαφέροντα κτίρια, από νεοκλασικό μέχρι σύγχρονο στιλ, είναι όλα συγκεντρωμένα στο Ρέικιαβικ.Οι Ισλανδοί είναι ο μοναδικός λαός στον κόσμο που δεν έχει επίθετα και η διάκριση γίνεται από το πατρώνυμο, στο οποίο προστίθεται η κατάληξη σον (γιος) για τους άντρες και ντότιρ (κόρη) για τις γυναίκες: ο Kάλος, γιος του Όλαφ (Όλαφσον), ο Γκούναρ, γιος του Κρίστιαν (Kρίστιανσον), ή η Γκούντρουν, κόρη του Άγκναρς (Αγκναρσντότιρ).
Το κέντρο της καθημερινής ζωής (όπως σε όλες τις χώρες όπου ο χειμώνας και η νύχτα παρατείνονται για πολλούς μήνες) είναι το σπίτι. Το ισλανδικό σπίτι, τόσο στη μορφή όσο και στον τρόπο κατασκευής του, φέρει έντονα τα σημάδια της σκανδιναβικής επίδρασης. Κάποτε τα ισλανδικά σπίτια ήταν ξύλινα, αλλά σήμερα είναι τσιμεντένια στις αστικές περιοχές και από πέτρα και τύρφη στην ύπαιθρο. Το ξύλο έγινε δυσεύρετο εξαιτίας της αλόγιστης καταστροφής των δασών κατά τους προηγούμενους αιώνες. Το τυπικό ισλανδικό σπίτι περιβάλλεται από ένα χλοερό κομμάτι γης (tun), κλεισμένο με ένα ανάχωμα για να οριοθετείται η έκταση του αγροκτήματος. Η πρόσοψη του σπιτιού είναι επενδεδυμένη με ξύλο που εισάγεται από τη Νορβηγία ή τη Σκοτία, ή με γαλβανισμένη λαμαρίνα· οι υπόλοιποι τοίχοι και η σκεπή καλύπτονται, αντίθετα, από τύρφη ανακατεμένη με ξερά χόρτα. Στο εσωτερικό τους τα σπίτια αυτά είναι πολύ άνετα και πραγματικά φρούρια ενάντια στο κρύο. Η θέρμανση εξασφαλίζεται χάρη στην εκμετάλλευση των καυτών υδρατμών των θερμοπιδάκων (γκέιζερ), οι οποίοι διοχετεύονται μέσα από ειδικές σωληνώσεις. Κατά τη διάρκεια του παρατεταμένου χειμώνα οι Ισλανδοί χωρικοί σπάνια βγαίνουν έξω από το σπίτι και μόνο όταν είναι μεγάλη ανάγκη, ντυμένοι με βαριά μάλλινα ρούχα, γούνες και αδιάβροχα.
Οι λευκές νύχτες. Από τον Μάιο έως τον Οκτώβριο ο ήλιος στην Ι. δεν δύει ποτέ. Το φαινόμενο ονομάζεται λευκές νύχτες και οι κάτοικοι τις εκμεταλλεύονται για να διασκεδάσουν στην ύπαιθρο. Ο κόσμος κατακλύζει τη Σκεργιάφγερντουρ, την παραλία του Ρέικιαβικ. Στην πλειονότητά τους οι Ισλανδοί δεν φορούν μαγιό για να κάνουν μπάνιο, γι’ αυτό και στη Σκεργιάφγερντουρ δεν υπάρχουν καμπίνες ή άλλες εγκαταστάσεις για τους λουόμενους. Αρκετός κόσμος προτιμά τα ζεστά μπάνια στα ρέικιρ αντί των παγωμένων νερών της θάλασσας. Τα ρέικιρ, αντίθετα από τους γκέιζερ που είναι διαλείπουσες εκρήξεις ζεστού νερού, είναι ήσυχες πηγές που αναβλύζουν συνεχώς και σχηματίζουν μικρές λίμνες και πισίνες. Μερικές φορές οι νοικοκυρές τις χρησιμοποιούν ως δημόσια πλυντήρια.
Οι Ισλανδοί, αν και δουλεύουν σκληρά, αγαπούν τη διασκέδαση. Νυχτερινά σημεία συνάντησης των κατοίκων του Ρέικιαβικ είναι το Μπάκαρι, όπου βρίσκονται τα διάφορα κέντρα, καφέ, ζαχαροπλαστεία, εστιατόρια κλπ. Το πιο φημισμένο μέρος στο Ρέικιαβικ είναι το κέντρο Mπγερνσμπκάρι, γιατί περιβάλλεται από τον μοναδικό κήπο της πόλης και ίσως ολόκληρης τη Ι.
Εκτός από τον χορό και τη μουσική, ο ισλανδικός λαός αγαπά επίσης τους περιπάτους και τις ομαδικές εκδρομές. Οι δύο μεγάλοι πόλοι έλξης για τους τουρίστες είναι οι θερμοπίδακες (γκέιζερ) και ο μεγαλειώδης καταρράκτης Γκούλφος, στον ποταμό Χβίτα. Από το Xέκλα, το ηφαίστειο όπου, σύμφωνα με τον θρύλο, κατοικεί το δαιμόνιο, μέχρι τα φιόρδ της δυτικής παραλίας και από την άγρια λίμνη Nτρεκιγκανγκάρχιλιρ, όπου πιστεύεται ότι παλαιότερα πετούσαν τις γυναίκες που ήταν ύποπτες μοιχείας, μέχρι τους ορμητικούς και γεμάτους με σολομούς ποταμούς, το τοπίο διαθέτει ξεχωριστή γοητεία. Η έλλειψη δρόμων, όμως, είναι ένα εμπόδιο συχνά ανυπέρβλητο για τους τουρίστες. Οι θερμοπίδακες είναι πολυάριθμοι στην Ι. και, καθώς είναι διαλείπουσες πηγές, πολλές φορές το μοναδικό σημάδι που φανερώνει την ύπαρξή τους είναι ένα είδος γαλακτώδους υγρασίας που διαποτίζει το χώμα. Όλοι οι Ισλανδοί όμως ξέρουν πώς να τους αφυπνίζουν: λίγο σαπούνι στον κρατήρα του γκέιζερ είναι αρκετό για να προκαλέσει πρώτα ατμούς με τη χαρακτηριστική βαριά μυρωδιά του θείου και στη συνέχεια ορμητικούς πίδακες νερού που βράζει. Το έθιμο αυτό ανάγεται στους ισλανδικούς θρύλους των δαιμόνων και των μαγισσών. Στο υπέδαφος, το καυτό νερό αναβράζει και συχνά, αναζητώντας καινούργιες διεξόδους, διαπερνά το έδαφος πότε εδώ και πότε εκεί, εκτινάσσοντας πολλές φορές ακόμη και τα πατώματα των σπιτιών. Ο πιο θεαματικός θερμοπίδακας είναι ο Μεγάλος Γκέιζερ πάνω στο Λαουγκαφγιάλ, σχετικά κοντά στο Ρέικιαβικ.
Ηφαίστειο κάτω από τον παγετώνα Βατνάγεκουλ (φωτ. ΑΠΕ).
Η πιο διάσημη Ισλανδή είναι ασφαλώς η τραγουδίστρια Μπγιορκ, που έγινε περισσότερο γνωστή από την παρουσία της στον κινηματογράφο (φωτ. ΑΠΕ).
Ο πρόεδρος της Ισλανδίας Όλαφουρ Γκρίμσον, με τη σύζυγό του (φωτ. ΑΠΕ).
Μία πισίνα που τροφοδοτείται από το ζεστό νερό των γκέιζερ.
Ο Ισλανδός γλύπτης Άσμουντουρ Σβέινσον, δίπλα σε ένα έργο του μπροστά στο ατελιέ του, στο Ρέικιαβικ.
Η εκκλησία του Βίντιμιρι.
Ανώνυμο ζωγραφικό έργο σε ξύλο, που απεικονίζει τον «Μυστικό Δείπνο (1711) (Εθνικό Μουσείο, Ρέικιαβικ).
Ο Ισλανδός συγγραφέας Χάλντορ Κίλγιαν Λάνες, που τιμήθηκε με το βραβείο Νόμπελ λογοτεχνίας το 1955.
Μνημείο του Ίνγκολφ Άρναρσον, του πρώτου Νορβηγού αποικιστή της Ισλανδίας (874), που βρίσκεται στο Ρέικιαβικ.
Το 1991 ο Ντέιβιντ Όντσον αναδείχθηκε για πρώτη φορά πρωθυπουργός της Ισλανδίας (φωτ. ΑΠΕ).
Ο Σβέιν Μπγέρνσον, ενώ διαβάζει (17 Ιουνίου 1944) τη διακήρυξη ανεξαρτησίας της χώρας του από τη Δανία.
Ξήρανση βακαλάου. Η αλιεία είναι η κυριότερη πλουτοπαραγωγική πηγή της Ισλανδίας.
Η ισλανδική οικονομία παραμένει απόλυτα εξαρτημένη από την αλιεία? στη φωτογραφία, ο τρόπος αποξήρανσης του βακαλάου.
Άποψη του Ρέικιαβικ, πρωτεύουσας της Ισλανδίας.
Ένα μέρος από τις κεντρικές συνοικίες του Ρέικιαβικ, πρωτεύουσας της Ισλανδίας.
Χαρακτηριστικό στοιχείο των ισλανδικών ποταμών είναι οι επιβλητικοί καταρράκτες τους. Στη φωτογραφία, οι καταρράκτες του Γκόνταφος, στο βόρειο τμήμα του νησιού.
Τμήμα της νότιας ακτής της Ισλανδίας.
Μία ευρεία άποψη του Βατνάγεκουλ, του πιο εκτεταμένου ισλανδικού παγετώνα, που βρίσκεται στο νοτιοανατολικό τμήμα του νησιού.
Ένας γκέιζερ κοντά στην Κβέραγκερντι της Ισλανδίας.
Ερημικό τοπίο της Ισλάνδίας στο βάθος διακρίνεται ένα τμήμα της ακτής με τους χαρακτηριστικούς βαθείς κόλπους του νησιού, οι οποίοι μοιάζουν με τα νορβηγικά φιόρδ και έχουν παγετωνική προέλευση.
Λάβα από τον κρατήρα του ηφαιστείου Χέκλα, στην Ισλανδία (φωτ. ΑΠΕ).
Τοπίο της βόρειας Ισλανδίας, στις όχθες της λίμνης Μίβατν, με βασαλτικά πετρώματα ισχυρά διαβρωμένα.
Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ισλανδίας Έκταση: 103.000 τ. χλμ. Πληθυσμός: 279.384 (2002) Πρωτεύουσα: Pέικιαβικ (112.268 κάτ. το 2001)
Χαρτονόμισμα των 1.000 κορόνων της Ισλανδίας.
Οι χαμηλές θερμοκρασίες και η άγονη γη της Ισλανδίας δεν επιτρέπουν τη φυτοκαλλιέργεια, εκτός από τις πατάτες και τα τεύτλα, παρά μόνο μέσα σε ειδικά για τον σκοπό αυτό θερμοκήπια.
Dictionary of Greek. 2013.